προαιρετικον

προαιρετικον
    προαιρετικόν
    προ-αιρετικόν
    τό способность выбора
    

τὸ π. τῆς ψυχῆς Plut. — избирательная сила души, т.е. свободная воля


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "προαιρετικον" в других словарях:

  • προαιρετικόν — προαιρετικός inclined to prefer masc acc sg προαιρετικός inclined to prefer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιρετικός — ή, ό / προαιρετικός, ή, όν, ΝΜΑ [προαιροῡμαι] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προαίρεση, αυτός που γίνεται κατά προαίρεση, σύμφωνα με την ελεύθερη βούληση κάποιου, εκούσιος, θεληματικός («προαιρετική εισφορά») αρχ. 1. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»